-
1 пальто
I пальто προσφέρω το παλτό·\пальто руку δίνω το χέρι ◇ \пальтомяч спорт, πασάρω την μπάλα подача ж спорт, η μετάδοση· \пальто мяча η πάσα II пальто с το παλτό, το πανωφόρι* демисезонное \пальто το ανοιξιάτικο παλτό* * *сτο παλτό, το πανωφόριдемисезо́нное пальто́ — το ανοιξιάτικο παλτό
-
2 подать
подать δίνω, προσφέρω* προτείνω (предложить)9 \податьобед σερβίρω το φαγητό· \подать* * *δίνω, προσφέρω; προτείνω ( предложить)пода́ть обе́д — σερβίρω το φαγητό
пода́ть пальто́ — προσφέρω το παλτό
пода́ть ру́ку — δίνω το χέρι
••пода́ть мяч — спорт. πασάρω την μπάλα
-
3 передавать
передавать, передать 1) μεταδίνω, παραδίνω· \передавать письмо παραδίνω την επιστολή· \передавать привет διαβιβάζω χαιρετισμούς 2) (сообщать) ανακοινώνω, πληροφορώ· \передавать по радио μεταδίνω από το ραδιόφωνο 3) спорт, πασάρω, περνώ την μπάλα* * *= передать1) μεταδίνω, παραδίνωпередава́ть письмо́ — παραδίνω την επιστολή
передава́ть приве́т — διαβιβάζω χαιρετισμούς
2) ( сообщать) ανακοινώνω, πληροφορώпередава́ть по ра́дио — μεταδίνω από το ραδιόφωνο
3) спорт. πασάρω, περνώ την μπάλα
См. также в других словарях:
πασάρω — και πασαίρνω και πασέρνω 1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι 2. (κατ επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο») 3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε… … Dictionary of Greek